- εΰτριπτος
- ἐΰτριπτος, -ον (Α)αυτός που τρίβεται εύκολα, ο εύθρυπτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τριπτός (< τρίβω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὔτριπτον — εὔτριπτος easy to pound masc/fem acc sg εὔτριπτος easy to pound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτρίπτου — εὔτριπτος easy to pound masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτρίπτους — εὔτριπτος easy to pound masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτρίπτων — εὔτριπτος easy to pound masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔτριπτα — εὔτριπτος easy to pound neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκφορούμαι — (I) ( έομαι) (ανατομ.) (για εκκρίματα) διοχετεύομαι από τους εκφορητικούς* πόρους. (II) ἐκφοροῡμαι ( όομαι) (Α) παθ. (για πέτρες) γίνομαι πορώδης, αποκτώ τρύπες, γίνομαι εύτριπτος* … Dictionary of Greek
ευτριψία — εὐτριψία, ἡ (Α) [εύτριπτος] η ευαισθησία κατά την τριβή, κατά τη μάλαξη … Dictionary of Greek
ԱՐԱԳԱՄԱՇ — ( ) NBH 1 0337 Chronological Sequence: 8c ա. εὕτριπτος tritu facilis, triabilis Որ արագ կամ դիւրաւ մաշի. *Արադամաշս լինել մեզ ʼի գնացս թաթիցն. անտուստ է ոտիցս յարմարեալ կօշիկս. Նիւս. կազմ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)